- μετεσσεύοντο
- μετά , εἰσ-σεύωput in quick motionimperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετασεύομαι — και επικ. τ. μετασσεύομαι (Α) 1. σπεύδω μετά από κάποιον ή πίσω από κάποιον, συνοδεύω κάποιον με σπουδή ή παρακολουθώ κάποιον σπεύδοντας («πολλαὶ δὲ μετεσσεύοντο γεραιαί», Ομ. Ιλ.) 2. τρέχω ή ορμώ εναντίον κάποιου ή πίσω από κάποιον, καταδιώκω,… … Dictionary of Greek